- γαρμπερός
- η , ό1) изящный, элегантный; 2) деликатный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαρμπάτος — η, ο και γαρμπερός, ή ό ο κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαρμπάτος < γάρμπο ή < ιταλ. garbato «κομψός» και ο τ. γαρμπερός < γάρμπο] … Dictionary of Greek